Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής εικονίζεται μετωπικός, ημίσωμος, σε προτομή, γιατί καταλαμβάνει το πάνω μέρος του εσωράχιου ενός από τα παράθυρα του ανατολικού τοίχου. Παριστάνεται με μοναχικά ενδύματα. Κάτω από τον καστανόχρωμο μοναχικό μανδύα διακρίνεται το πράσινο εσωτερικό του ένδυμα που καταλήγει σε κουκκούλιο, το οποίο είναι κρεμασμένο πίσω στους ώμους του. Στο ένα χέρι που είναι ελεύθερο (γιατί το άλλο είναι σκεπασμένο από τον μανδύα του) φέρει ανεπτυγμένο ειλητάριο με το εξής χωρίο, που συμπληρώνεται σύμφωνα με την Ερμηνεία του Διονυσίου του εκ Φουρνά: ΑΔΕΛΦΕ ΑΕΙ ΔΑΜΑΖΕ ΤΗΝ ΣΑΡΚΑ ΚΑΙ ΣΧΟ[ΛΑΖΕ ΕΙΣ ΕΥΧΑΣ]. Ο άγιος εικονίζεται γέρων με πλατύ μέτωπο και πλούσια διχαλωτή γενειάδα. Υπήρξε σπουδαίος θεολόγος και κύριος εκπρόσωπος του αγώνα εναντίον των αιρετικών διδασκαλιών του Μονοθελητισμού και του Μονοενεργητισμού. Ο Μάξιμος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη περί το 580 από πλούσια οικογένεια κι έλαβε αξιόλογη φιλοσοφική και θεολογική μόρφωση. Συνδέθηκε στενά με τον αυτοκράτορα Ηράκλειο (610-641), αλλά η φήμη που είχε αποκτήσει και η έντονη θεολογική του δράση ενόχλησαν το Παλάτι, που επιδίωκε ένα πολιτικό συμβιβασμό με τους αιρετικούς. Με διαταγή του αυτοκράτορα Κώνστα Β’ (641-668), συνελήφθη από τον έξαρχο της Ιταλίας Θεοδόσιο και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Η άρνησή του να δεχθεί οποιαδήποτε υποχώρηση στην καταδίκη του Μονοθελητισμού και του Μονοενεργητισμού είχε ως συνέπεια την εξορία του στη Θράκη (655). Σύμφωνα με τους συναξαριστές, κατά τη διάρκεια της εξορίας του συνέχισε να προκαλεί τις αρχές με το ορθόδοξο θεολογικό του πιστεύω, με συνέπεια να του κόψουν τη γλώσσα και το δεξί του χέρι. Ακολούθησε νέα εξορία του Μάξιμου στον Καύκασο, όπου πέθανε από τις κακουχίες το 662. Η Εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο και Ομολογητή και τιμά τη μνήμη του στις 21 Ιανουαρίου.