Ο άγιος Μηνάς εικονίζεται ολόσωμος και μετωπικός να πατά σταθερά και με τα δύο του πόδια σε ευρύ διασκελισμό στο έδαφος. Βαστά σταυρό μάρτυρα και στρέφει το αριστερό του χέρι σε χειρονομία χαιρετισμού προς τον προσκυνητή. Αποδίδεται σύμφωνα με την Ερμηνεία ως γέρων στρογγυλογένης, με τριγωνικό πρόσωπο και λευκά χαρακτηριστικά, πλούσια καλοχτενισμένα μαλλιά και κοντό στρογγυλό γένι. Φέρεται ενδεδυμένος με κοσμικά αριστοκρατικά ενδύματα, λευκό ποδήρη χιτώνα με χρυσοκέντητο ποδόγυρο, βυσσινί ιμάτιο με κοσμημένη τραχηλειά, που περισφίγγεται στη μέση και πλούσιο μανδύα με φυτικές διακοσμήσεις στο εσωτερικό της επένδυσης και χρυσοκέντητο “σήμα”, που πέφτει στον αριστερό του ώμο. Σύμφωνα με τον Συναξαριστή ο άγιος Μηνάς είχε γεννηθεί στην Αίγυπτο στα μέσα του 3ου αι. από γονείς ειδωλολάτρες. Ο ίδιος όμως ήδη από την εφηβική ηλικία μεταστράφηκε στον χριστιανισμό. Τα νεανικά του χρόνια τα πέρασε στο Κοτυάειο (σημερινή Κιουτάχεια) της Μικράς Ασίας υπηρετώντας στον ρωμαϊκό στρατό. Μολονότι ο άγιος έχαιρε μεγάλης εκτίμησης μεταξύ των συναδέλφων του εξ αιτίας της ανδρείας του και του φρονήματός του, προτίμησε να φύγει από το στράτευμα προκειμένου να μην πάρει μέρος στους διωγμούς κατά των Χριστιανών, που είχε γισα άλλη μια φορά εξαπολύσει ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός και κατέφυγε σε παρακείμενο όρος. Επέστρεψε στην πόλη σε ηλικία πενήντα περίπου ετών εν μέσω ειδωλολατρικής πανηγύρεως, προκειμένου να ομολογήδσει την πίστη του ενώπιον του διοικητή της πόλεως Πύρρου. Όπως ήταν φυσικό η ομολογία του αγίου, επέφερε διαδοχικά τη σύλληψή του, τη φυλάκισή του, την παρατεταμένη μαστίγωσή του, που κούρασε ακόμη και τους δημίους του και τέλος την διά αποκεφαλισμού θανάτωσή του.