Η παράσταση αποδίδει το μεταναστάσιμη ευαγγελική διήγηση με αμεσότητα ακολουθώντας την παραδοσιακή βυζαντινή εικονογραφία. Το πάνω μέρος της παράστασης έχει καταστραφεί και δε σώζεται το αρχιτεκτονικό βάθος της. Μπροστά από την κλειστή πόρτα ενός μνημειακού οικοδομήματος με κιονοστοιχία στα αριστερά στέκεται ο Ιησούς, πατώντας πάνω σε βάθρο. Η χαρακτηριστική στάση του αναστάντος Κυρίου διευκολύνει την ψηλάφηση του Θωμά. Ανασηκώνει το δεξί χέρι, αφήνοντας να διαφανεί η λογχισμένη πλευρά Του, ενώ με το αριστερό χέρι ανακρατά το ιμάτιό του και είναι ευδιάκριτα τα σημάδια από τα καρφιά («ο τύπος του ήλου»). Ο νεαρός, αγένιος απόστολος κινείται προς τον Κύριο απλώνοντας το χέρι του για να αγγίξει τις πληγές στο σώμα του Ιησού: «φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Οι Απόστολοι σε δύο ομάδες δεξιά και αριστερά παρακολουθούν ως αυτόπτες μάρτυρες το γεγονός. Σε αντίθεση με τις ήρεμες φιγούρες των άλλων μαθητών, η μορφή του Θωμά έχει κινητικότητα. Σύμφωνα με το ευαγγέλιο του Ιωάννη (κ’, 19-31) ο Ιησούς δέχεται να τον ψηλαφήσει ο άπιστος Θωμάς αλλά επίσης μακαρίζει αυτούς που θα πιστέψουν στην ανάσταση χωρίς να Τον έχουν δει. Το γεγονός ότι ο Απόστολος Θωμάς αρχικά απουσίαζε κατά την εμφάνιση του Χριστού στους Μαθητές Του, φαίνεται ότι ήταν οικονομία Θεού, για να γίνει πιστευτό το θαύμα της Αναστάσεως και να διαλυθεί κάθε είδους αμφιβολία και να ομολογήσει: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου». Τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά της παράστασης (πτυχώσεις και φωτίσματα στα ρούχα, το έδαφος της σκηνής, οι σκουρόχρωμοι προπλασμοί, η γραμμική απόδοση της τριχοφυίας) υποδεικνύουν τις καλλιτεχνικές καταβολές των ζωγράφων από την Ηπειρωτική τέχνη.