Ο Άγιος Νικόλαος ο Νέος εικονίζεται από τη μέση και πάνω, γιατί καταλαμβάνει το πα΄νω μέρος του εσωράχιου ενός από τα παράθυρα του ανατολικού τοίχου. Είναι μετωπικός, κρατά στο ένα χέρι τον σταυρό, δηλωτικό του μαρτυρίου του, και με το άλλο χέρι ανασηκώνει διακριτικά το ιμάτιό του. Φορά βυσσινί χιτώνα, με επίφαση πολυτέλειας που δίνουν τα λιθοκόσμητα τελειώματά του (λαιμοκοπή και επιμάνικα) και γκριζογάλαζο ιμάτιο. Παριστάνεται αγένειος και με καστανά κοντά μαλλιά που ανεμίζουν. Το νεαρό πρόσωπο αποπνέει μία γλυκύτητα και ευγένεια. Ο άγιος Νικόλαος που τιτλοφορείται ως νεομάρτυρας πιθανόν ταυτίζεται με τον άγιο Νικόλαο τον εν Βουνένοις. Σύμφωνα με το βίο του, ο άγιος έζησε τον 8ο αιώνα μ.Χ. και ήταν στρατιωτικός. Τελικά, σε μια αποστολή μαζί με δώδεκα ακόμη στρατιώτες στα Βούνενα της Θεσσαλίας, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την κοσμική ζωή και έγιναν μοναχοί, στην περιοχή αυτή όπου κατοικούσαν αρκετοί ασκητές κοντά στους οποίους έζησαν ασκητικά με νηστείες, αγρυπνίες και αδιάλειπτη προσευχή. Όταν οι Άβαροι κατέφθασαν στην Θεσσαλία σκορπώντας τον θάνατο και την καταστροφή στο βάρβαρο πέρασμα τους, συνέλαβαν τον Νικόλαο και τους στρατιώτες του, τους οποίους κατέσφαξαν (720 μΧ.). Το νεανικό αίμα του Νικολάου πότισε άφθονα την Θεσσαλική γη. Στο σημείο της σφαγής εγκατέλειψαν οι Άβαροι το Σώμα του Αγίου, όπου μετά από πολλά χρόνια το βρήκε ακέραιο και ευωδιάζων κάποιος άρχοντας Ευφημιανός, ο οποίος γιατρεύθηκε από την ασθένεια της λέπρας που έπασχε και αφού το ενταφίασε, έκτισε εκεί Ναό στο όνομα του Οσιομάρτυρα.