Ο άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης έζησε τον 4ο αιώνα και καταγόταν από τα Ευχάϊτα, μια πόλη στην περιοχή της Γαλατίας στη Μικρά Ασία. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς Χριστιανοί και από τα παιδικά του χρόνια ο Άγιος απέκτησε πολλά χαρίσματα. Όταν κατατάχθηκε στο στρατό, σύντομα ανελίχθηκε στα αξιώματα και κέρδισε το θαυμασμό όλων. Η φήμη του έφτασε μέχρι τον αυτοκράτορα της Ρώμης Λικίνιο που τον διόρισε Αρχιστράτηγο της Ηρακλείας του Πόντου, χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν Χριστιανός. Έγινε πολέμιος της ειδωλολατρίας και του αθεϊσμού και κατάφερε σύντομα να στρέψει σχεδόν όλους τους κατοίκους της Ηράκλειας προς το Χριστιανισμό. Ο Λικίνιος απαίτησε από τον άγιο να θυσιάσει σε παγανιστικά είδωλα. Τότε, σύμφωνα με τον Συναξαριστή, ο άγιος πήρε τα είδωλα και κομματιάζοντάς τα, διαμοίρασε τον πολύτιμο χρυσό τους στους φτωχούς. Όταν αποκαλύφθηκε η πράξη του αγίου Θεοδώρου, συνελήφθη και υπέστη ακραία βασανιστήρια. Ο θάνατος του Μεγαλομάρτυρα επήλθε με τον απαγχονισμό. Στην Τράπεζα της Μονής Παντοκράτορος ο Άγιος εικονίζεται ολόσωμος, μετωπικός με τα συνήθη εικονογραφικά του γνωρίσματα. Αντί για στρατιωτική περιβολή, φέρει πολυτελή κοσμικά ενδύματα, που προσιδιάζουν σε ρωμαίο αυλικό αξιωματούχο. Κρατά σταυρό, το σύμβολο του μαρτυρίου του, και τείνει το αριστερό χέρι στο στήθος σε χειρονομία χαιρετισμού προς τον θεατή. Τα φυσιογνωμικά του χαρακτηριστικά είναι τα καθιερωμένα ήδη από τις μεσοβυζαντινές απεικονίσεις του· τριγωνικό πρόσωπο, πλούσια καστανά βοστρυχωτά μαλλιά και αντίστοιχο κοντό διχαλωτό γένι.